- υπερτελής
- -ές, ΜΑ1. (ιδίως για πυρσό) αυτός που φθάνει πέρα από τον στόχο («ὑπερτελής τε, πόντον ὥστε νωτίσαι», Αισχύλ.)2. (για τον Θεό) ο απόλυτα τέλειος, υπερτέλειοςαρχ.1. αυτός που φαίνεται πάνω από κάποιον ή από κάτι άλλο («τίς οἴκων θυοδόκων ὑπερτελὴς ἀντήλιον πρόσωπον ἐκφαίνει θεῶν;», Ευρ.)3. (για πρόσ.) (σε συνεκφορά με τη λ. ἄθλων) αυτός που κατόρθωσε να φτάσει στο τέλος τών αγώνων4. (για ενοίκιο) αυτός που καταβάλλεται κατά τη διάρκεια τής καθορισμένης προθεσμίας5. (για αριθμό) αυτός που είναι μικρότερος από το άθροισμα τών παραγόντων, τών διαιρετών του, όπως λ.χ. ο αριθμός 12, τού οποίου οι παράγοντες, το 6, το 4, το 3, το 2 και το 1, όταν προστεθούν, δίνουν άθροισμα 16, το οποίο είναι μεγαλύτερο τού 12.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ-* + -τελής (< τέλος*), πρβλ. συν-τελής].
Dictionary of Greek. 2013.